- οξίνιση
- η [οξινίζω]1. το ξίνισμα, η μετατροπή σε ξινό, σε ξίδι2. αλλοίωση τροφής με μεταβολή τής γεύσης της σε όξινη, εξαιτίας οξικής ζύμωσης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βούτυρο — Λιπαρό προϊόν διατροφής, με λευκό ή κιτρινωπό χρώμα, που παρασκευάζεται από την κρέμα του γάλακτος των ζώων. Ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής του, διακρίνεται σε νωπό ή φρέσκο β. και σε λιωμένο β. μαγειρικής. Το νωπό β. αποτελείται από λιπαρές… … Dictionary of Greek
ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
οξίνισμα — το [οξινίζω] το ξίνισμα, η οξίνιση … Dictionary of Greek
υποφωσφορώδης — ες, Ν φρ. α) «υποφωσφορώδες οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση τού φωσφόρου, οξύ που παρασκευάζεται με οξίνιση, με την βοήθεια αραιού διαλύματος θειικού οξέος, ενός διαλύματος υποφωσφορώδους βαρίου, το οποίο με τη σειρά του παράγεται κατά την… … Dictionary of Greek